θωῦμα

θωῦμα
θωῦμα, [full] θωυμάζω, etc., less correct forms for θῶμα, θωμάζω,
A v. θαυμ-.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θωύμα — θωῡμα, τὸ (Α) θαύμα …   Dictionary of Greek

  • θώυμα — θώϋμα , θαῦμα wonder neut nom/voc/acc sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θωυμάσαι — θωϋμά̱σᾱͅ , θαυμάζω wonder fut part act fem dat sg (doric ionic) θωϋμάσαι , θαυμάζω wonder aor inf act (ionic) θωϋμάσαῑ , θαυμάζω wonder aor opt act 3rd sg (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”